- ἀκατακάλυπτος
- ἀκατακάλυπτοςuncoveredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατακάλυπτος — η, ο (Α ἀκατακάλυπτος, ον) [κατακαλύπτω] αυτός που δεν έχει σκεπαστεί εξ ολοκλήρου νεοελλ. 1. τελείως ακάλυπτος, φανερός 2. (ως στρατιωτ. όρος) τόπος που δεν προστατεύεται καθόλου με προκαλύμματα αρχ. 1. ασκεπής, με ακάλυπτο κεφάλι (κυρίως για… … Dictionary of Greek
ἀκατακαλύπτως — ἀκατακάλυπτος uncovered adverbial ἀκατακάλυπτος uncovered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακάλυπτον — ἀκατακάλυπτος uncovered masc/fem acc sg ἀκατακάλυπτος uncovered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακαλύπτους — ἀκατακάλυπτος uncovered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακαλύπτῳ — ἀκατακάλυπτος uncovered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακάλυπτα — ἀκατακάλυπτος uncovered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατακάλυπτοι — ἀκατακάλυπτος uncovered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆԾԱԾՈՒԿ — ( ) NBH 1 0165 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 13c ա. որ եւ ԱՆԾԱԾԿԵԼԻ. ἁπερικάλυπτος abscondi nescius, apertus Ոչ ծածուկ, եւ ոչ ծածկեալ. անթաքչելի. բացերեւ. յայտնի. բաց. ... *Սերովբէք զանծածուկ եւ զանշէջ ունելով … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱՑ — I. (բացաւ, բացօք, ʼի բաց.) NBH 1 469 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c ա. Որպէս Բացեալ. անփակ. անծածկելի. ἁνεώγμενος, ἁποκεκαλύμμενος, ἁκατακάλυπτος apertus, revelatus բաց ... *Դուռն իմ բա՛ց էր ամենայն եկելոց: Եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀՈԼԱՆԻ — ( ) NBH 2 0115 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ա.մ. ἁκατακάλυπτος, ον non velatus, a, um. բայիւ ἁποκαλύπτω revelo. Անծածկոյթ. առանց քօղոյ, կամ վերարկուի. կիսամերկ. բաց. բացաւ գլխով. *Արժա՞ն է կնոջ մարդոյ հոլանի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)